- αξιόνικος
- ἀξιόνικος, -ον (Α)ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀξιόνικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόνικος — ἀξιόνῑκος , ἀξιόνικος worthy of victory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιονίκου — Ἀξιόνικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιονίκους — Ἀξιόνικος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιονίκων — Ἀξιόνικος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιονίκῳ — Ἀξιόνικος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιόνικοι — Ἀξιόνικος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀξιόνικον — Ἀξιόνικος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιονικότερον — ἀξιονῑκότερον , ἀξιόνικος worthy of victory adverbial comp ἀξιονῑκότερον , ἀξιόνικος worthy of victory masc acc comp sg ἀξιονῑκότερον , ἀξιόνικος worthy of victory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιονικοτέρων — ἀξιονῑκοτέρων , ἀξιόνικος worthy of victory fem gen comp pl ἀξιονῑκοτέρων , ἀξιόνικος worthy of victory masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)